Ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός στην σχολική εκπαιδευτική διαδικασία

Ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός στην σχολική εκπαιδευτική διαδικασία

Η εκπαίδευση δεν πρέπει να είναι μόνο φορέας γνωστικών
 και πολιτισμικών στοιχείων, αλλά να διαμορφώνει άτομα
 ευαίσθητα και δημιουργικά στην κοινωνία, τα οποία
ταυτόχρονα μαθαίνουν να σέβονται την παράδοση και
τον λαϊκό πολιτισμό του τόπου τους. Επίσης να οργανώνει,
 να πληροφορεί και να διασώζει ένα μεγάλο μέρος της 
πολιτιστικής τους κληρονομιάς και να λειτουργεί ως
χώρος κοινωνικοποίησης και μύησης στις αξίες και 
συμπεριφορές της κοινωνίας

Η σημασία του Ελληνικού Παραδοσιακού Χορού

Ο χορός γενικά είναι μια αμιγώς επικοινωνιακή τέχνη, με εφήμερη φύση, η οποία προϋποθέτει την τριαδική σχέση μεταξύ του δημιουργού που συνθέτει, του χορευτή και του κοινού (Gulraud, 1975). Δεν είναι μια απλή μορφή κίνησης αλλά μια πολύπλοκη διαδικασία, μια μορφή τέχνης, η οποία ως τέτοια ακολουθεί τους δικούς της κανόνες, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο.

Ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός, ως ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο, θα πρέπει να κατέχει πάντα μια κύρια θέση στα προγράμματα της σχολικής εκπαίδευσης, γιατί είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία που συμβάλλει καθοριστικά στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του παιδιού εφόσον, το παιδί εκπαιδεύεται με τρόπο που συνδυάζει τα αισθήματα και τα συναισθήματα με τη λογική και τις πρακτικές κινητικές δεξιότητες (Sanderson. 1988).

Η σχολική εκπαίδευση οφείλει να διασώσει και να μεταφέρει όλα εκείνα τα στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού που υπάρχουν και 'ζουν' ακόμη και σήμερα και τα οποία είναι πλούσια σε παραδοσιακά στοιχεία, και αποτελούν πηγή γνώσεων για την πολιτιστική λαϊκή παράδοση μας (Gitke. 1982). Το μάθημα του παραδοσιακού χορού είναι πολύ σημαντικό να γίνεται με διεπιστημονική και διαθεματική προσέγγιση, με την αισθητική αγωγή (μουσική - θέατρο - εικαστικά) και την περιβαλλοντική αγωγή, ώστε να μεταφέρει και να μεταδίδει στοιχεία πολιτισμικής παράδοσης και κληρονομιάς γνώσεις ιστορίας, λαογραφίας και γεωγραφίας, να συνδράμει στην πολιτιστική ταυτότητα και να επιδρά καθοριστικά στο 'πολιτιστικό γίγνεσθαι" της κοινωνίας (Λυκεσάς. 2002). Ο χορός λοιπόν στην εκπαίδευση θα έπρεπε να έχει την έννοια της συνεχόμενης δημιουργικής και ελεύθερης κινητικής έκφρασης των παιδιών. Να θεωρείται επίσης ως ένα βασικό μέσο διατήρησης και μετάδοσης της ιστορίας και της πολιτισμικής ανάπτυξης ώστε να μαθαίνουν οι μαθητές να εκτιμούν, να σέβονται και να διαφυλάττουν τις ρίζες του παρελθόντος και να αποκτούν κοινωνική και πολιτιστική συνείδηση.

Ο παραδοσιακός χορός με τις ποικίλες μορφές του, αποτελεί ακόμη μέσο μεταβίβασης της πολιτιστικής κληρονομιάς από γενιά σε γενιά, μέσο αναγνώρισης και αποδοχής των διαφορετικών ηθών και εθίμων, θρησκειών και ιδιαιτεροτήτων κάθε διαπολιτισμικής κοινωνίας (Barror & Hafringlon, 1981; Collinson. 1973). Με την συμμετοχή του παιδιού στις χορευτικές δραστηριότητες οξύνεται η ικανότητα προσοχής παρατηρητικότητας μνήμης άμεσης λήψης αποφάσεων και αυτοσυγκέντρωσης (Mosston & Ashworth. 1994). Ο χορός επίσης ως μία μη ανταγωνιστική κινητική δραστηριότητα προάγει την υγεία βελτιώνει την φυσική κατάσταση και αναπτύσσει την ευλυγισία, τη δύναμη, την αντοχή, την ισορροπία, τη ρυθμική ικανότητα το νευρομυϊκό συντονισμό, το συγχρονισμό και τον έλεγχο του σώματος (Sanderson, 1988; Churcher. 1971). Μέσα από τις χορευτικές κινητικές δραστηριότητες το παιδί ανακαλύπτει τον ρυθμό, τις εκφραστικές αυτοσχέδιες και δημιουργικές του ικανότητες καλλιεργεί και βελτιώνει τις σχέσεις του. την επικοινωνία και την συνεργασία με τους συμμαθητές του, αλλά και με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Μαθαίνει να αποδέχεται όρια και περιορισμούς που τους θέτει η ομάδα και συγχρόνως ανακαλύπτει την ανάγκη ύπαρξης και τήρησης κανόνων (Likesas el al, 2002).

Έχει επίσης την δυνατότητα να εκφραστεί χρησιμοποιώντας κάθε φορά ίνα διαφορετικό μέλος του σώματος του. Το σώμα είναι ίνας δέκτης εμπειριών και ερεθισμάτων, που οδηγεί στην αντίληψη γνωστικών εννοιών, ώστε το παιδί να γνωρίσει το σώμα του (σωματογνωσία), τη σχέση του σώματος με την κίνηση στον χώρο και τον χρόνο (κιναίσθηση) και το περιβάλλον, και να προσαρμοστεί σε αυτό (Laban. 1975. Κουτσούμπα, 2005).

 

Η διδασκαλία του ελληνικού παραδοσιακού χορού στο σχολείο

Η σχολική εκπαίδευση σ' ένα μάθημα δημιουργικό προϋποθέτει από τον δάσκαλο να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον, δηλαδή να εφοδιάσει τον μαθητή με τις απαραίτητες γνώσεις αλλά και παράλληλα να μπορεί να αναπτύξει την ικανότητα του μαθητή, ώστε τελικά να μπορεί πειραματιστεί κινητικά και να εξερευνήσει πολλαπλές λύσεις για κάθε πρόβλημα έτσι ώστε τελικά να μπορεί να επιλέξει μέσα από τη διαδικασία κρίσης και απόφασης (Σαβράμη, 2008).

Η εκπαίδευση λοιπόν έχει την υποχρέωση να καλλιεργήσει και να ενεργοποιήσει στο αναπτυσσόμενο άτομο όλες εκείνες τις ικανότητες οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξελικτική του πορεία, όπως την πρωτοβουλία, την φαντασία, την Εκφραστικότητα, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα. (Ματέΰ, 1992; Purcell, 1994). Οι απαιτήσεις της σύγχρονης αγωγής αποσκοπούν να γίνει η μάθηση αποτέλεσμα των δυναμικών σχέσεων ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή, μέσα από δημιουργικές διεργασίες. Πρέπει όμως να βρεθεί μια τέτοια μεθοδολογία διδασκαλίας που να μπορεί να καλύψει όλες τις παραπάνω απαιτήσεις και να είναι επιπλέον προσαρμοσμένη και στις ανάγκες της σχολικής Φυσικής Αγωγής. Σαν τέτοια προτείνεται μια μέθοδος που να συνδυάζει στοιχεία βασισμένα στη μουσικοκινητική αγωγή, στο δραματικό παιχνίδι και στην ελεύθερη δημιουργικότητα. Η σύνδεση μουσικής, λόγου και κίνησης αποτελεί τη βάση της «μουσικοκινητικής θεωρίας*, χωρίς όμως κάποιο μέρος να υποτάσσεται στο άλλο. Το "δραματικό παιχνίδι» είναι η ενότητα μουσικής - λόγου - κίνησης, η οποία με κάποια θεματολογία ιστορική, μυθολογική ή και σύγχρονη οδηγεί στη σύνθεση σκηνικών και χορευτικών έργων, όπου οι μαθητές παίζουν θέατρο, μουσική, χορεύουν και γενικά αυτοσχεδιάζουν.

Τα προτεινόμενα δημιουργικά στιλ διδασκαλίας για τη σχολική Φυσική Αγωγή, που μπορούν να καλύψουν τις παραπάνω ανάγκες, είναι α) το «στιλ της καθοδηγούμενης ανακάλυψης ή εφευρετικότητας», δηλαδή η μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία ο εκπαιδευτικός σχεδιάζει και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες κατά τις οποίες ο μαθητής ενεργοποιείται και μπαίνει στην διαδικασία της επινόησης - ανακάλυψης ή της δημιουργικότητας (Mosston. & Ashworth, 1994; Παπαιωάννου και συν., 1999) χωρίς ο εκπαιδευτικός να υποδεικνύει, να διορθώνει ή να καθορίζει την κίνηση αλλά απλά ενθαρρύνοντας και εμψυχώνοντας τα παιδιά (Ανδρούτσος, 1995) και β) το «στιλ της αποκλίνουσας παραγωγικότητας», δηλαδή η μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία ο μαθητής μαθαίνει να δημιουργεί νέες ασκήσεις, εναλλακτικούς τρόπους κίνησης, νέα παιχνίδια, καθώς επίσης και να τροποποιεί τα υπάρχοντα παιχνίδια και να προσαρμόζει τους κανόνες αθλημάτων σύμφωνα με τις ανάγκες της ομάδας (Mosston. & Ashworth. 1994; Παπαιωάννου και συν.. 1999).

Μέσα από αυτές τις μουσικοκινητικές εμπειρίες και αυτοσχεδιασμούς, κατά την διδασκαλία των ελληνικών παραδοσιακών χορών, δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να εκφράσουν ελεύθερα τις δημιουργικές τους ικανότητες με το δικό τους τρόπο και στη συνέχεια να ανακαλύψουν, να αποκαλύψουν και να βιώσουν ένα μέρος του εαυτού τους, τον ιδιαίτερα φανταστικό και ιδιόμορφο κόσμο τους. Επίσης τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους, δημιουργούν δικά τους εκφραστικό σύμβολα μη λεκτικής επικοινωνίας, καλλιεργούν, βιώνουν και εκφράζουν συναισθήματα, σκέψεις, επιθυμίες και εμπειρίες (Likesas and Zachopoulou, 2006) αλλά και να πετύχουν την δημιουργία ενός ευχάριστου περιβάλλοντος, την καλλιέργεια της έκφρασης μί κίνηση - χορό, την ευρηματικότητα, την παρατηρητικότητα, την ετοιμότητα και την θετική αυτοεικόνα τους (θεατρική αγωγή, 1996). Το μουσικοκινητικό σύστημα ως μέθοδος, δίνει επίσης πλήρη ελευθερία στον διδάσκοντα και έμφαση στην ευρηματικότητα του. Οι στόχοι του επιτυγχάνονται μέσα από τις βασικές αρχές, της βιωματικής - επικοινωνιακής διδασκαλίας.

Παράλληλα, εκτός από εργαλείο καλλιέργειας της δημιουργικότητας, ο ελληνικός παραδοσιακός χορός μπορεί να αποτελέσει και πεδίο πρακτικής εφαρμογής της δημιουργικότητας. Στην περίπτωση αυτή, το μάθημα βασίζεται συνήθως στη φαντασία, τον αυθορμητισμό, τις γνώσεις, τις εμπειρίες. την εκφραστικότητα και τη δημιουργική εκμετάλλευση του «τυχαίου» (Likesas and Zachopoulou ,2006). Ο αυτοσχεδιασμός αυτός είναι η δημιουργική κίνηση μιας συγκεκριμένης στιγμής που μπορεί να είναι ατομικός ή ομαδικός, και που συγχωνεύει τη δημιουργία με την εκτέλεση, καθώς το παιδί ταυτόχρονα δημιουργεί και παρουσιάζει κινήσεις και κινητικά σχήματα χωρίς προσχεδιασμό, συνθέτοντας και εκτελώντας ταυτόχρονα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι μαθητές μαθαίνουν να μην έχουν κινησιολογικές δεσμεύσεις να κινούνται στο χώρο ελεύθερα και να χρησιμοποιούν το σώμα τους για να εκφράσουν πλήθος συναισθημάτων και ιδεών. Κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλία ερεθισμάτων όπως κινητικά παιχνίδια, ρυθμοί και μουσικά όργανα. Όταν οι μαθητές καλούνται να δημιουργήσουν, τότε πρέπει να συνδυάσουν το σύνολο των τεχνικών τους γνώσεων, να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους και να δημιουργήσουν αυθόρμητες και πρωτότυπες κινήσεις. Μπορούν να επιλέξουν κάθε είδος μουσικής σύνθεσης ή να δημιουργήσουν τη δική τους μουσική ή ακόμη να χρησιμοποιήσουν μόνο ήχους. Έχουν επίσης την ελευθερία να μην χρησιμοποιήσουν καθόλου μουσική συνοδεία αλλά και μόνο το τραγούδι.

Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι μια συνεχής προσωπική και πρωτότυπη κινητική δημιουργία μοναδική για το χρόνο και το χώρο όπου συντελείται. Η δημιουργικότητα μπορεί να είναι ελεύθερη με τη βοήθεια ερεθισμάτων που δίνονται στο παιδί. και καθοδηγούμενη, όταν πραγματοποιείται κάτι συγκεκριμένο. Η χρονική διάρκεια στην ελεύθερη κινητική δημιουργικότητα μπορεί να είναι μικρή με κορύφωση του ενδιαφέροντος στην αρχή και στο τέλος {Λυκεσάς & Κουτσούμπα. 2008).

Η παιδαγωγική σημασία της βιωματικής και δημιουργικής διαδικασίας προσφέρει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ένα εκπαιδευτικό μοντέλο διδασκαλίας που να οδηγεί το μαθητή μέσα από την παρατήρηση, την εξερεύνηση και τον πειραματισμό στην δημιουργική εκφραστική ενασχόληση, σε μία ενεργητική προσέγγιση στην διαδικασία της διδασκαλίας -μάθησης του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Εμβαθύνοντας συχνά σε ένα θέμα. εμφανίζεται ένα ευρύ πεδίο για να επεκταθεί στη συνέχεια σε περισσότερους στόχους προσφέροντας έτσι στα παιδιά καινούργιες γνώσεις και εμπειρίες και κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον τους. Σε αυτή τη διδασκαλία του ελληνικού παραδοσιακού χορού ενδιαφέρει πρωταρχικά η ενεργητική συμμετοχή των παιδιών της τάξης. Το παιδί, ενώ θα διατηρεί την αυτονομία του, θα συμμετέχει ενεργά στο μάθημα, ανεξάρτητα από τις φυσικές του ικανότητες αλλά με βάση το επίπεδο ικανοτήτων και εμπειριών του.

 

Συμπεράσματα

Η εφαρμογή δημιουργικών μεθόδων διδασκαλίας στην εκμάθηση των ελληνικών παραδοσιακών χορών στους μαθητές είναι εφικτή. Τα παιδιά σε σύντομο χρόνο μπορούν να γνωρίσουν και να αποκτήσουν εξοικείωση με τα βασικά στοιχεία της κινητικής δημιουργικότητας αναπτύσσοντας τις βασικές κινητικές δεξιότητες σε στάση, σε μετακίνηση και σε χειρισμούς αποκτώντας τον έλεγχο του σώματος τους, παρουσιάζοντας συντονισμό στις μετακινήσεις τους και προσαρμογή σε κάθε αλλαγή ερεθισμάτων του περιβάλλοντος χώρου. Με την κίνηση τους εκφράζουν ελεύθερα και αυθόρμητα τις προσωπικές τους ικανότητες στις δημιουργικές δραστηριότητες και τα παιχνίδια (Λυκεσάς & Κουτσούμπα, 2008).

Έτσι. η διδασκαλία και η μάθηση των ελληνικών παραδοσιακών χορών θα είναι πιο αποτελεσματική και πετυχημένη, έχοντας παντοίε τον ευρύτερο στόχο, όχι μόνο τη διατήρηση και συνέχιση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς αλλά και το να αγαπήσουν οι μαθητές τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς (Λυκεσάς και Τυροβολά, 2007). Το προτεινόμενο παιδοκεντρικό μοντέλο αποτελεί μια νέα διάσταση στη διδακτική διαδικασία του ελληνικού παραδοσιακού χορού, καλύπτοντας ταυτόχρονα και το μέχρι τώρα κενό της χορευτικής εμπειρίας και πράξης στα σχολεία. Επιπλέον, συνάδει με την ίδια τη φύση του ελληνικού παραδοσιακού χορού που ενέχει τις έννοιες της δημιουργικότητας της συλλογικότητας του αυτοσχεδιασμού, της ενεργητικότητας της αλλαγής και του διαρκούς μετασχηματισμού, ενώ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των νέων αναλυτικών προγραμμάτων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Κουτσούμπα. 2007).


 

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική

Ανδρούτσος Π. 11995). Μέθοδοι διδασκαλίας της Μουσικής. (Εκδ.) Edition Orpheus, Αθήνα.

Κουτσούμπα Ι. Μ., (2007). -Η διδασκαλία του ελληνικού λαϊκού παραδοσιακού χορού στα σύγχρονα εκπαιδευτικά πλαίσια•. Λαϊκός Πολιτισμός και Εκπαίδευση, Πρακτικά 1«" Διεθνούς Εκπαιδευτικού Συνεδρίου. IS8N:978-960-8373-10-5 (cdrom).

Κουτσούμπα Μ. (2005) Σημειογραφία της Χορευτικής Κίνησης, Αθήνα: Προπομπός

Λυκεσάς, Γ. (2002). Η διδασκαλία των ελληνικών παραδοσιακών χορών στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση με τη μέθοδο της μουσικοκινητικής αγωγής. Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκης

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Λυκεσάς, Γ. & Κουτσούμπα, Μ„ (2008). Η διδασκαλία του ελληνικού παραδοσιακού χορού στη σχολική εκπαίδευση με την υιοθέτηση δημιουργικών μεθόδων διδασκαλίας. Αθλητική Απόδοση και Υγεία, VI (3). σο. 37-49.

Λυκεσάς, Γ. &Τυροβολά, Β., (2007). «Η θέση του παραδοσιακού χορού στα αναλυτικά προγράμματα της. δημοτικής εκπαίδευσης και η εφαρμογή του στην πράξη». Μουσικοπαιδαγωγικά. τεύχος. 5, σσ. 102-116

Ματέϋ, Π. (1992). Ρυθμός. (Εκδ.) Ελληνικός σύλλογος Μουσικοκινητικής αγωγής Carl Orff. Αθήνα.

Παπαϊωάννου. Α.. Θεοδωράκης Ι. & Γούδας Μ. (1999). Για μια καλύτερη διδασκαλία της Φυσικής αγωγής. (Εκδ.) SALTO. Θεσσαλονίκη.

Σαβράμη,Κ-(2008).Ο χοός στην εκπαιδευτική, η ελληνική πραγματικότητα. Χορός. Αθήνα σσ 11-14.

ΞΕΝΗ

Barror. F. & Harrington, D., (1981). 'Creativity, Intelligence and personality'. Annuel Rewiew ofPhychokogy. vol: 32. pp. 439-476.

Collinson. D. (1973). Aesthetic education. In G. Langford and DJ.0 Connor (ed.).

New essays m the philosophy of Education, pp.210-212, Routledge and Kegan Pant.

Churcher, B. (1971). Physical education tor teaching. Gearge Alien and Un-win Ltd. London.

Girke, D. (1982). Tanusporr in der Schule. Verlag Hofmann. Schotndort Germany, pp. 11-17.

Guiraud. Ρ (1975). Semiology. London. Routledqe.

Laban, B. v. (1975). Modem educational dance. Mac Donald and Evans, Ltd (Original Work, Publisched 1948). London.

Likesas, G. & Zachopoulou, Ε., (2006). 'Music and movement education as a form of motivation in teaching Greek traditional dances'. Perceptual and Motor Skills, vol: 102, pp. 552-S62.

Likesas, G., Tsapakidou. Α., Komtantinidou, M. & Papadopoulou. DS.

(2002). New approaches to teaching traditional Greek dances in Elementary Education.

Journal of Human Movement Studies. Edinburgh, United Kingdom. Volume 43:pp. 429-442.

Mosston, M. & Ashwocth, 5. (1994). Teaching physical education. Publishing Company Inc. Macmillan College. USA

Purcell, Th. (1994). Teaching Children Dance. Human Kinetics. Kendall Park. New Jersey.

Sanderson. P. (1988). Physical education and dance, in T. Roberts (ed.), Encouraging expression: The arts in primary school Cassell, London.

Βρισκεστε εδω Λαογραφικά Ο Χορός στην Εκπαίδευση